Φίλωνα

Φίλωνα
Φίλων
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φίλωνα — φίλων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φίλων' — Φίλωνα , Φίλων masc acc sg Φίλωνι , Φίλων masc dat sg Φίλωνε , Φίλων masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλων' — φίλωνα , φίλων masc acc sg φίλωνι , φίλων masc dat sg φίλωνε , φίλων masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Χαναάν — Ονομασία που χρησιμοποιείται στη Βίβλο για να χαρακτηρίσει το έδαφος που υποσχέθηκε ο θεός στους απογόνους του Αβραάμ και που περιλαμβανόταν μεταξύ της Μεσογείου, της Νεκράς Θάλασσας, του ρου του Ιορδάνη και του Λιβάνου. H ονομασία είναι… …   Dictionary of Greek

  • εχεθυμία — ἐχεθυμία, ἡ (Α) [εχέθυμος] η ιδιότητα τού εχέθυμου (είναι δ. ανάγν. αντί ἐχεμυθία και απαντά μόνο στον Φίλωνα) …   Dictionary of Greek

  • κάλλιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθητής του Πλάτωνα (; – περ. 350 π.Χ.). Ήταν γιος του Φίλωνα. Έφυγε από την Αθήνα μεταξύ 360 και 357 π.Χ. και πήγε στις Συρακούσες, όπου προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον τύραννο Δίωνα. Δυσπιστώντας… …   Dictionary of Greek

  • κτησίβιος — (3ος 2ος αι. π.Χ.). Μηχανικός από την Αλεξάνδρεια. Η εργασία του αναπτύχθηκε κυρίως στο πεδίο των υδραυλικών μηχανών και των μηχανών πεπιεσμένου αέρα· σε αυτόν αποδίδεται η εφεύρεση της αντλίας και του υδραυλικού οργάνου με την ονομασία ύδραυλις …   Dictionary of Greek

  • πλατωνισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια πνευματική κατεύθυνση που προχωρεί πολύ πέρα από τα όρια μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής σχολής (αυτής που ίδρυσε ο Πλάτων) για να γίνει μια γενική τάση της σκέψης που, με διάφορες μορφές και τρόπους, ξαναγυρίζει …   Dictionary of Greek

  • σκεπτικισμός — (και κατά τους αρχαίους Έλληνες απλώς σκέψις). Η σκεπτική σχολή, που ιδρύθηκε από τον Πύρρωνα τον Ηλείο τον 4o αι. π.Χ., είναι μια από τις σημαντικότερες τάσεις της ελληνιστικής φιλοσοφίας, μαζί με τον επικουρισμό και το στωικισμό. Σκέψη, στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”